- θυρεοειδεκτομή
- και θυρεοειδεκτομία, ηιατρ. χειρουργική αφαίρεση τού θυρεοειδούς αδένα ή τμήματος του, η οποία γίνεται για θεραπεία νόσου όταν είναι αδύνατη η καταπολέμηση της με άλλα μέσα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thyroidectomy < thyroid (πρβλ. θυρεοειδής) + ec-tomy (πρβλ. εκ-τομή < εκ-τέμνω)].
Dictionary of Greek. 2013.